Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αποδείχνω με

См. также в других словарях:

  • αποδείχνω — αποδείχνω, απέδειξα και απόδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδείχνω — όδειξα, δείχτηκα, δειγμένος 1. με ορθούς συλλογισμούς ή μαρτυρίες αναμφισβήτητες δείχνω ότι αληθεύει ή υπάρχει κάτι: Νομίζω ότι απόδειξα το θεώρημα. 2. το μέσο, αποδείχνομαι φανερώνομαι: Αποδείχτηκε άνθρωπος ικανός και έντιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποδεικνύω — κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. δείκνυμι) 1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη 2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω αρχ. Ι. 1. παρουσιάζω 2. υπολογίζω 3. δημοσιεύω νόμο 4. ορίζω, καθορίζω 5. προσφέρω, παρέχω 6 …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • αποδεικνύω — αποδεικνύω, απέδειξα και απόδειξα βλ. πίν. 87 και πρβλ. αποδείχνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανασκευάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, αποδείχνω πως κάτι δεν είναι αληθινό, ανατρέπω επιχείρημα, κατηγορία κτλ.: Με την απολογία του ανασκεύαζε ένα προς ένα όλα τα σημεία της εναντίον του κατηγορίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατρέπω — εψα, άπηκα, αμμένος 1. αναποδογυρίζω: Το κύμα ανάτρεψε τη βάρκα. 2. γκρεμίζω, καταστρέφω: Ανατράπηκαν τα πάντα από το σεισμό. 3. ανασκευάζω, αποδείχνω αβάσιμο: Ανάτρεψε όλα τα επιχειρήματα του αντιδίκου του. 4. ματαιώνω, ακυρώνω, καταργώ: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελέγχω — έλεγξα, ελέγχτηκα, μτβ. 1. ερευνώ κάτι για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητα, την αξία, την ικανότητα, τη γνησιότητά του κτλ., εξετάζω, εξακριβώνω. 2. (για θεωρίες, λόγους κτλ.), αναλύω κριτικά για να βρω τρωτά σημεία, επικρίνω. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξισώνω — εξίσωσα, εξισώθηκα, εξισωμένος, μτβ. 1. αποδείχνω ή κάνω κάτι ίσο προς άλλο: Εξισώνω λογαριασμό. 2. (μαθ.), σχηματίζω εξίσωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επαληθεύω — επαλήθευσα και επαλήθεψα, επαληθεύτηκα, επαληθε(υ)μένος 1. μτβ., αποδείχνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, εξακριβώνω ότι κάτι είναι αληθινό: Επαληθεύτηκε η λύση του προβλήματος. 2. αμτβ., αποδείχνομαι από τα πράγματα ως αληθινός ή σωστός, βγαίνω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρτυρώ — μαρτύρησα, μαρτυρήθηκα, μαρτυρημένος 1. καταθέτω ως μάρτυρας στο δικαστήριο: Μάρτυρας υπεράσπισης. 2. επιβεβαιώνω, αποδείχνω, ομολογώ, πιστοποιώ: Τα ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη προϊστορικού οικισμού στην περιοχή. 3. αποκαλύπτω, καταδίνω,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»